- φοινικάνθεμος
- φοινῑκάνθεμος, ον,A with bright flowers,
ἔαρ Pi.P.4.64
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔαρ Pi.P.4.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικάνθεμος — ον, Α αυτός που έχει άνθη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. πορφυρ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] … Dictionary of Greek
φοινικανθέμου — φοινῑκανθέμου , φοινικάνθεμος with bright flowers masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)